- κοιλίσκος
- κοιλίσκος, ὁ (Α)χειρουργικό μαχαίρι, κοίλο στο μπροστινό μέρος («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. βωμ-ίσκος, λυκ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλίσκον — κοιλίσκος scoop shaped knife masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλισκωτός — κοιλισκωτός, ή, όν (Α) κοίλος («ἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek